- ραζάδο
- και ρεζάδο, το, Ν(κατά την εποχή τής τουρκοκρατίας) τύπος κατάφρακτου πλοίου που δεν είχε πυροβόλα στο κυρίως κατάστρωμα παρά μόνο στα πυροβολεία, αλλ. ράζο ντελίνι ή ράζο βατσέλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. vaisseaux rases (< vaisseaux «πολεμικό πλοίο» + raser «ξυρίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.