ραζάδο

ραζάδο
και ρεζάδο, το, Ν
(κατά την εποχή τής τουρκοκρατίας) τύπος κατάφρακτου πλοίου που δεν είχε πυροβόλα στο κυρίως κατάστρωμα παρά μόνο στα πυροβολεία, αλλ. ράζο ντελίνι ή ράζο βατσέλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. vaisseaux rases (< vaisseaux «πολεμικό πλοίο» + raser «ξυρίζω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρεζάδο — το, Ν βλ. ραζάδο …   Dictionary of Greek

  • βατσέλο ή βασέλο — (ιταλ. bascello). Κοινή ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί κατά τον 18o και 19o αι. για τα κατάφρακτα πλοία, δηλαδή τα δίκροτα και τα τρίκροτα. β. δελίνι (ιταλ. bascello de linea). Έτσι ονομαζόταν το μεγάλο πολεμικό πλοίο της γραμμής. β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”